O Διονύσης Σαββόπουλος στην αυτοβιογραφία του «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα» μιλά για τη μάχη του με το καρκίνο . Πιο συγκεκριμένα είπε
«Μια και είχα χρόνο στη διάθεσή μου, πήγα να δω τους γιατρούς, γιατί είχα κάτι ενοχλήσεις. Στις εξετάσεις διαπιστώθηκε καρκίνος στον πνεύμονα. Έτσι ξαφνικά; Όχι και τόσο ξαφνικά. Όλο γκούχου – γκούχου ήμουν το τελευταίο διάστημα, πάνω από πενήντα χρόνια καπνίζω, και σάς το λέω αυτό για προσέχετε, να ‘χετε το νου σας, κι αν – ο μη γένοιτο – σάς συμβεί, μη φοβηθείτε, αντιμετωπίστε το, κι έχει ο Θεός. Μού αφαίρεσαν μισό πνευμόνι, κι ύστερα μπήκα σε κάποιες θεραπείες, που όσο να ΄ναι έχουν τις παρενέργειές τους. Κόπωση βασικά. Μια αίσθηση μεγάλη αδυναμία», αναφέρει.
Η θεραπεία ήταν δύσκολη, με παρενέργειες όπως κόπωση και αίσθημα αδυναμίας. Οι προκλήσεις, όμως, δε σταμάτησαν εκεί. Δύο χρόνια αργότερα, ενώ οι θεραπείες του συνεχίζονταν, βρέθηκε αντιμέτωπος με τον κορονοϊό. Το σώμα του ήταν ήδη εξασθενημένο και η νέα δοκιμασία ήρθε σε μια κρίσιμη στιγμή.
«Εκεί κατά την άνοιξη (2022), φαίνεται πως την πάτησα. Ενώ έκανα τις ανοσοθεραπείες μου κανονικά στο νοσοκομείο, μού ζήτησαν απ’ την Κύπρο να δώσω μερικές συναυλίες για τα εκατό χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Δεν μού ήταν δυνατό ν΄ αρνηθώ… Πήραμε όλες τις προφυλάξεις και κατεβήκαμε με τον Γιώτη Κιουρτσόγλου στο νησί. Εγώ πάντα μάσκα φορούσα… Και μόλις γύρισα, έπεσα στο κρεβάτι με υψηλό πυρετό. Φωνάξαμε γιατρό. “Γρήγορα στο νοσοκομείο με ασθενοφόρο”, διέταξε. Είχα φορτωθεί με κορονοϊό. Ήμουν που ήμουν αδύναμος απ’ τις θεραπείες, άρπαξα και τον ιό στο αεροπλάνο, διότι τα αεροπλάνα είναι θάλαμοι αερίων και να το αποτέλεσμα», εξομολογείται σε άλλο σημείο.
Η κατάστασή του ήταν σοβαρή. Οι γιατροί σκέφτονταν ακόμη και το ενδεχόμενο να εισαχθεί στην εντατική λόγω της δύσπνοιας. Εκείνος, όμως, πάλεψε με αξιοπρέπεια.
«Κάναν σύσκεψη από πάνω μου οι γιατροί, μήπως πρέπει να μπω στην εντατική λόγω δύσπνοιας, Μεγάλη Εβδομάδα ήταν. Αποφάσισαν να περιμένουν λίγο. Μού βάλαν ορό στη φλέβα, μάσκα οξυγόνου, και με πλάκωσαν στα φάρμακα, με μεγάλες δόσεις Lasix. Ξυπνώ ένα βράδυ μούσκεμα. Είχα βρέξει εσώρουχα πιτζάμες, σεντόνια, χάλια τα ‘χα κάνει. Τώρα; Πρέπει να φωνάξω τις νοσοκόμες; Πρέπει να με δουν έτσι; Είμαι ο… ο Σαββόπουλος. Δε γίνεται.
Γίνεται! Τι άλλο να έκανα, χτύπησα το κουδούνι. Κατέφθασε πρώτα η μία, είδε τί έγινε και φώναξε και τις άλλες. Ανέκφραστες και άψογες όλες τους:
– Σηκωθείτε, κύριε Σαββόπουλε.
Να γδυθώ; Έβγαλα αμήχανος τις πυτζάμες. Με ελέγξανε:
– Βγάλτε και τα εσώρουχά σας.
Τα ‘βγαλα και στάθηκα στη γωνιά ντροπιασμένος, κρύβοντας με τις παλάμες μου ό,τι μπορούσα. Ένας γυμνοσάλιαγκας ήμουν, ένα τίποτα.
Κι όπως ήμουν έτσι ν΄ ανοίξει η γη να με καταπιεί, ένιωσα ξάφνου σαν να μην έχει σημασία πια, σα ‘να φυγε ένα βάρος από πάνω μου, ανάσανα, κι αφέθηκα στα χέρια των γυναικών. Με πλύνανε, μού βγάλαν να φορέσω καινούργιες πιτζάμες, με ξάπλωσαν στα καθαρά σεντόνια και με σκέπασαν.
– Χρόνια πολλά, μού είπαν φεύγοντας οι αδελφές. Είχε έρθει το Πάσχα», αναφέρεται επίσης στην αυτοβιογραφία του.Η αφήγησή του είναι συγκλονιστική, γεμάτη συναίσθημα και αλήθεια. Ο Διονύσης Σαββόπουλος δεν παρουσιάζει μόνο την ασθένεια, αλλά και τη βαθιά ανθρώπινη διάσταση της εμπειρίας του. Με ειλικρίνεια και αυτοσαρκασμό, δείχνει πως ακόμη και στις πιο δύσκολες στιγμές, το χιούμορ και η αποδοχή μπορούν να γίνουν όπλα επιβίωσης.